- κολυμβητήριο
- τοανοιχτός ή κλειστός χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για να γίνονται προπονήσεις και αγώνες κολύμβησης και υδατοσφαίρισης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμβητήρ. Η λ., στον λόγιο τ. κολυμβητήριον, μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Παγώνα].
Dictionary of Greek. 2013.